- κυράτσα
- η1) тщеславная, самодовольная особа; 2) жеманница; 3) сплетница; 4) бабушка; 5) барыня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυράτσα — και κυράτζα και κεράτσα, η (Μ κυράτζα και κυράτσα και κεράτσα και κυράκα) κυρά, αρχόντισσα νεοελλ. 1. η γιαγιά, η μάμμη 2. (ιδίως ο τ. κεράτσα) δύστροπη, φλύαρη και κουτσομπόλα γυναίκα μσν. 1. μάννα 2. θεία 3. αγαπημένη, καλή 4. (ως τίτλος… … Dictionary of Greek
κυράτσα — η 1. κυρά. 2. κεράτσα, γυναίκα σεμνότυφη ή φαντασμένη, γυναίκα δύστροπη ή φλύαρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεράτσα — η βλ. κυράτσα … Dictionary of Greek
ξεδιαλύνω — (Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω) καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα») 2. (για όνειρο) γίνομαι… … Dictionary of Greek
κεράτσα — κεράτσα, η και κυράτσα, η γυναίκα φαντασμένη, κουτσομπόλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)